- νηνία
- νηνία, ἡ (Α)1. δημόσιος έπαινος, εγκώμιο ανδρών το οποίο κάποτε συνοδευόταν και από αυλό2. (κατ' επέκτ.) θρήνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nenia «θρήνος, επικήδειο άσμα» και συνδέεται με την λ. νηνίατον*].
Dictionary of Greek. 2013.